Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκράμβη
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυκος
κυνόλυσσος
κυνόμαζον
κυνόμαλον
κυνομαντεία
κυνομαχέω
κυνόμαχον
View word page
κυνοκτόνος
κῠνο-κτόνος, ον,
A). killing dogs: κ., = ἀκόνιτον , Dsc. 4.76 .


ShortDef

killing dogs

Debugging

Headword:
κυνοκτόνος
Headword (normalized):
κυνοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
κυνοκτονος
IDX:
60901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">killing dogs</span>: <span class="foreign greek">κ., </span> = <span class="ref greek">ἀκόνιτον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.76 </span>.</div> </div><br><br>'}