Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκράμβη
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυκος
κυνόλυσσος
κυνόμαζον
κυνόμαλον
κυνομαντεία
View word page
κυνόκορον
κῠνό-κορον, =
A). satyrion, ib.


ShortDef

satyrion

Debugging

Headword:
κυνόκορον
Headword (normalized):
κυνόκορον
Headword (normalized/stripped):
κυνοκορον
IDX:
60899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60900
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνό-κορον</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">satyrion</span>, ib.</div> </div><br><br>'}