Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκράμβη
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυκος
κυνόλυσσος
κυνόμαζον
κυνόμαλον
View word page
κυνοκόριον
κῠνο-κόριον,
A). turbisci semen, Gloss.


ShortDef

turbisci semen

Debugging

Headword:
κυνοκόριον
Headword (normalized):
κυνοκόριον
Headword (normalized/stripped):
κυνοκοριον
IDX:
60898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60899
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-κόριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">turbisci semen,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}