Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόζολον
κυνοθαρσής
κυνοθρασής
κυνόθηρες
κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκράμβη
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
View word page
κυνοκεφαλοκέρδων
κῠνο-κεφᾰλοκέρδων, ωνος, , = sq. 2 ,
A). PMag.Leid. W. 4.28 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνοκεφαλοκέρδων
Headword (normalized):
κυνοκεφαλοκέρδων
Headword (normalized/stripped):
κυνοκεφαλοκερδων
IDX:
60894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60895
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-κεφᾰλοκέρδων</span>, <span class="itype greek">ωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq. <span class="bibl"> 2 </span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">PMag.Leid. W.</span> <span class="bibl"> 4.28 </span>.</div> </div><br><br>'}