Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κυνοειδής
κυνόζολον
κυνοθαρσής
κυνοθρασής
κυνόθηρες
κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκράμβη
κυνοκτόνος
κυνολογέω
κυνόλοφα
View word page
κυνοκεφαλοειδὴς
κῠνο-κεφᾰλοειδὴς
πίθηκος,
A).
=
κυνοκέφαλος
2
,
Gal.
2.534
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κυνοκεφαλοειδὴς
Headword (normalized):
κυνοκεφαλοειδὴς
Headword (normalized/stripped):
κυνοκεφαλοειδης
IDX:
60893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60894
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-κεφᾰλοειδὴς</span> <span class="foreign greek">πίθηκος, </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κυνοκέφαλος</span> <span class="bibl"> 2 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.534 </span>.</div> </div><br><br>'}