Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόδων
κυνοειδής
κυνόζολον
κυνοθαρσής
κυνοθρασής
κυνόθηρες
κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκράμβη
κυνοκτόνος
κυνολογέω
View word page
κυνοκεφαλιστί
κῠνο-κεφᾰλιστί, Adv.
A). after the manner of the κυνοκέφαλος, PMag.Lond. 46.27 .


ShortDef

after the manner of the κυνοκέφαλος

Debugging

Headword:
κυνοκεφαλιστί
Headword (normalized):
κυνοκεφαλιστί
Headword (normalized/stripped):
κυνοκεφαλιστι
IDX:
60892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-κεφᾰλιστί</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">after the manner of the</span> <span class="foreign greek">κυνοκέφαλος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Lond.</span> 46.27 </span>.</div> </div><br><br>'}