Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνόδων
κυνοειδής
κυνόζολον
κυνοθαρσής
κυνοθρασής
κυνόθηρες
κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
κυνόκορον
κυνοκράμβη
View word page
κυνόκεντρον
κῠνό-κεντρον, τό, a plant, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνόκεντρον
Headword (normalized):
κυνόκεντρον
Headword (normalized/stripped):
κυνοκεντρον
IDX:
60890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνό-κεντρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a plant, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}