Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόδηκτος
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνόδων
κυνοειδής
κυνόζολον
κυνοθαρσής
κυνοθρασής
κυνόθηρες
κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνοκόριον
View word page
κυνοκάρδαμον
κῠνο-κάρδᾰμον, τό,
A). = κάρδαμον , ib. 2.155 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνοκάρδαμον
Headword (normalized):
κυνοκάρδαμον
Headword (normalized/stripped):
κυνοκαρδαμον
IDX:
60888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-κάρδᾰμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κάρδαμον</span> , ib.<span class="bibl"> 2.155 </span>.</div> </div><br><br>'}