Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνοδηκτικός
κυνόδηκτος
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνόδων
κυνοειδής
κυνόζολον
κυνοθαρσής
κυνοθρασής
κυνόθηρες
κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
κυνοκεφαλοειδὴς
κυνοκεφαλοκέρδων
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
View word page
κυνόθηρες
κῠνό-θηρες, οἱ, corrupt in Ps.- Dsc. 4.77 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνόθηρες
Headword (normalized):
κυνόθηρες
Headword (normalized/stripped):
κυνοθηρες
IDX:
60887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60888
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνό-θηρες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, corrupt in Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.77 </span>.</div><br><br>'}