Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόβρωτος
κυνογαμία
κυνόγλωσσος
κυνοδέσμη
κυνόδεσμος
κυνοδηκτικός
κυνόδηκτος
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοδρομία
κυνόδων
κυνοειδής
κυνόζολον
κυνοθαρσής
κυνοθρασής
κυνόθηρες
κυνοκάρδαμον
κυνοκαύματα
κυνόκεντρον
κυνοκεφάλιον
κυνοκεφαλιστί
View word page
κυνόδων
κῠνόδων, οντος, ,
A). v. κυνόδους .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνόδων
Headword (normalized):
κυνόδων
Headword (normalized/stripped):
κυνοδων
IDX:
60882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνόδων</span>, <span class="itype greek">οντος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κυνόδους</span> .</div> </div><br><br>'}