Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κύνικλος
κυνικός
κυνίξεις
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνιστέον
κυνιστί
κυνίσφειλον
κυνοβάμων
κυνοβάτης
κυνοβλώψ
κυνοβορά
κυνοβοσκός
κυνόβρωτος
κυνογαμία
κυνόγλωσσος
κυνοδέσμη
κυνόδεσμος
κυνοδηκτικός
κυνόδηκτος
View word page
κυνοβάτης
κῠνο-βάτης [ᾰ],(κύων VIII)
A). with short, stiff fetlocks, of a horse, Hippiatr. 115 ; of an ass, ib. 14 .


ShortDef

with short, stiff fetlocks

Debugging

Headword:
κυνοβάτης
Headword (normalized):
κυνοβάτης
Headword (normalized/stripped):
κυνοβατης
IDX:
60868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-βάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>(<span class="foreign greek">κύων</span> VIII) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with short, stiff fetlocks</span>, of a horse, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 115 </span>; of an ass, ib. <span class="bibl"> 14 </span>.</div> </div><br><br>'}