Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνίζω
κύνικλος
κυνικός
κυνίξεις
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνιστέον
κυνιστί
κυνίσφειλον
κυνοβάμων
κυνοβάτης
κυνοβλώψ
κυνοβορά
κυνοβοσκός
κυνόβρωτος
κυνογαμία
κυνόγλωσσος
κυνοδέσμη
κυνόδεσμος
κυνοδηκτικός
View word page
κυνοβάμων
κῠνο-βάμων [ᾱ],, gen. ονος, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνοβάμων
Headword (normalized):
κυνοβάμων
Headword (normalized/stripped):
κυνοβαμων
IDX:
60867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-βάμων</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}