Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνηλατέω
κυνήποδες
κυνητίνδᾰ
κυνθάνω
Κύνθος
κυνία
κυνίδιον
κυνίζω
κύνικλος
κυνικός
κυνίξεις
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνιστέον
κυνιστί
κυνίσφειλον
κυνοβάμων
κυνοβάτης
κυνοβλώψ
κυνοβορά
View word page
κυνίξεις
κυνίξεις· ἀκροβολισμοί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνίξεις
Headword (normalized):
κυνίξεις
Headword (normalized/stripped):
κυνιξεις
IDX:
60860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυνίξεις·</span> <span class="foreign greek">ἀκροβολισμοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}