Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνηγέσσω
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέτις
κυνηγέω
κυνηγητήρ
κυνηγία
κυνηγικός
κυνήγιον
κυνηγίς
κυνηδόν
κυνηλασία
κυνηλατέω
κυνήποδες
κυνητίνδᾰ
κυνθάνω
Κύνθος
κυνία
κυνίδιον
κυνίζω
View word page
κυνηγίς
κῠνηγ-ίς, κῠνηγ-ός,
A). v. κυναγός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνηγίς
Headword (normalized):
κυνηγίς
Headword (normalized/stripped):
κυνηγις
IDX:
60847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60848
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνηγ-ίς</span>, <span class="orth greek">κῠνηγ-ός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κυναγός</span> .</div> </div><br><br>'}