Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνάω
κυνδάλη
κυνδαλισμός
κύνδαλος
κυνδός
κυνέα
κυνεάγας
κυνέη
κύνειος
κύνειρα
κυνελφεῖ
κύνεος
κυνέπασαν
κυνουρίου
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγέσσω
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
View word page
κυνελφεῖ
κυνελφεῖ· κρύπτει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνελφεῖ
Headword (normalized):
κυνελφεῖ
Headword (normalized/stripped):
κυνελφει
IDX:
60830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60831
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυνελφεῖ·</span> <span class="foreign greek">κρύπτει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}