Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνάνθρωπος
κυνάπαιδες
κυνάρα
κυνάριον
κυνάς
κύναστρος
κυνάω
κυνδάλη
κυνδαλισμός
κύνδαλος
κυνδός
κυνέα
κυνεάγας
κυνέη
κύνειος
κύνειρα
κυνελφεῖ
κύνεος
κυνέπασαν
κυνουρίου
κυνέω
View word page
κυνδός
κυνδός· ἄπαικτος, ἀπαράλλακτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνδός
Headword (normalized):
κυνδός
Headword (normalized/stripped):
κυνδος
IDX:
60824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60825
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυνδός·</span> <span class="foreign greek">ἄπαικτος, ἀπαράλλακτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}