Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κυναγός
κυνάγχη
κυνάγχης
κυναγχικός
κύναγχον
κύναγχος
κυναγωγός
κυνάδης
κυναίδης
κυνάκανθα
κυνακίας
κυνακτής
κυναλώπηξ
Κυναμολγοί
κυνάμυια
κυνάνθρωπος
κυνάπαιδες
κυνάρα
κυνάριον
κυνάς
κύναστρος
View word page
κυνακίας
κυνακίας·
ἱμάντες, οἱ ἐκ βύρσης τοῦ σφαγιασθέντος τετράχειρι Ἀπόλλωνι βοὸς ἔπαθλα διδόμενοι
(
-ομένου
cod.),
Hsch.
κυνακρίς
,
A).
gillus
(fort.
gryllus),
Gloss.
ShortDef
gillus
Debugging
Headword:
κυνακίας
Headword (normalized):
κυνακίας
Headword (normalized/stripped):
κυνακιας
IDX:
60809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60810
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυνακίας·</span> <span class="foreign greek">ἱμάντες, οἱ ἐκ βύρσης τοῦ σφαγιασθέντος τετράχειρι Ἀπόλλωνι βοὸς ἔπαθλα διδόμενοι </span>(<span class="foreign greek">-ομένου</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κυνακρίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gillus</span> (fort. <span class="tr" style="font-weight: bold;">gryllus),</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}