Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυμοθαλής
κυμοθόη
κυμόκτυπος
κυμοπλήξ
κυμοπόλεια
κυμορρόον
κυμορρώξ
κυμοτόκος
κυμοτόμος
Κυμώ
κυναγέσιον
Κυναγίδας
κυναγός
κυνάγχη
κυνάγχης
κυναγχικός
κύναγχον
κύναγχος
κυναγωγός
κυνάδης
κυναίδης
View word page
κυναγέσιον
κῠνᾱγέσιον, κυνᾱγέτας, κυνᾱγέτις, κυνᾱγία, v. κυνηγ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυναγέσιον
Headword (normalized):
κυναγέσιον
Headword (normalized/stripped):
κυναγεσιον
IDX:
60797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60798
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνᾱγέσιον</span>, <span class="orth greek">κυνᾱγέτας</span>, <span class="orth greek">κυνᾱγέτις</span>, <span class="orth greek">κυνᾱγία</span>, v. <span class="itype greek">κυνηγ</span>-.</div><br><br>'}