Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυμινοπώλης
κυμινότριβος
κυμινώδης
κυμοδέγμων
κυμοδόκη
κυμοθαλής
κυμοθόη
κυμόκτυπος
κυμοπλήξ
κυμοπόλεια
κυμορρόον
κυμορρώξ
κυμοτόκος
κυμοτόμος
Κυμώ
κυναγέσιον
Κυναγίδας
κυναγός
κυνάγχη
κυνάγχης
κυναγχικός
View word page
κυμορρόον
κῡμο-ρρόον· τὸν ὑπὸ τῶν κυμάτων ῥοῦν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυμορρόον
Headword (normalized):
κυμορρόον
Headword (normalized/stripped):
κυμορροον
IDX:
60792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60793
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῡμο-ρρόον·</span> <span class="foreign greek">τὸν ὑπὸ τῶν κυμάτων ῥοῦν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}