Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμινοπώλης
κυμινότριβος
κυμινώδης
κυμοδέγμων
κυμοδόκη
κυμοθαλής
κυμοθόη
κυμόκτυπος
κυμοπλήξ
κυμοπόλεια
κυμορρόον
κυμορρώξ
κυμοτόκος
κυμοτόμος
Κυμώ
κυναγέσιον
Κυναγίδας
κυναγός
κυνάγχη
View word page
κυμοπλήξ
κῡμο-πλήξ, ῆγος, , ,
A). = κυματοπλήξ , Hdn.Gr. 1.46 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυμοπλήξ
Headword (normalized):
κυμοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
κυμοπληξ
IDX:
60790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῡμο-πλήξ</span>, <span class="itype greek">ῆγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κυματοπλήξ</span> , Hdn.Gr. <span class="bibl"> 1.46 </span>.</div> </div><br><br>'}