Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κύμηχα
κυμίνδαλα
κύμινδις
κυμινεύω
κυμίνινος
κυμινοδόκον
κυμινοκίμβιξ
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμινοπώλης
κυμινότριβος
κυμινώδης
κυμοδέγμων
κυμοδόκη
κυμοθαλής
κυμοθόη
κυμόκτυπος
κυμοπλήξ
κυμοπόλεια
κυμορρόον
View word page
κυμινοπώλης
κῠμῑνο-πώλης
,
ου
,
ὁ
,
A).
cumminseller,
PMasp.
146.2
, al. (vi A.D.).
ShortDef
cumminseller
Debugging
Headword:
κυμινοπώλης
Headword (normalized):
κυμινοπώλης
Headword (normalized/stripped):
κυμινοπωλης
IDX:
60782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60783
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠμῑνο-πώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cumminseller,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 146.2 </span>, al. (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}