Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμφίσγονοι
ἀμφισκέπαρνος
ἀμφίσκιος
ἀμφίσκω
ἀμφίσκωμοι
ἀμφισμίλη
ἀμφισπάω
ἀμφίσπορα
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστένω
ἀμφιστερῆ
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφιστεφής
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιστροφή
ἀμφίστροφος
View word page
ἀμφιστερῆ
ἀμφιστερῆ·
καταρχὴ τῶν θυσιῶν
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμφιστερῆ
Headword (normalized):
ἀμφιστερῆ
Headword (normalized/stripped):
αμφιστερη
IDX:
6077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6078
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφιστερῆ·</span> <span class="foreign greek">καταρχὴ τῶν θυσιῶν</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}