Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυμβαλίζω
κυμβάλιον
κυμβαλισμός
κυμβαλιστής
κυμβαλίστρια
κυμβαλῖτις
κυμβαλοκρούστης
κύμβαλον
κυμβατευταί
κύμβαχος
κυμβεῖον
κύμβη1
κύμβη2
κυμβητιάω
κυμβίον
κύμβος
κυμερνήτης
κύμηχα
κυμίνδαλα
κύμινδις
κυμινεύω
View word page
κυμβεῖον
κυμβεῖον,
A). v. κυμβίον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυμβεῖον
Headword (normalized):
κυμβεῖον
Headword (normalized/stripped):
κυμβειον
IDX:
60765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυμβεῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κυμβίον</span> .</div> </div><br><br>'}