Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κυμάτωσις
κυμβαλίζω
κυμβάλιον
κυμβαλισμός
κυμβαλιστής
κυμβαλίστρια
κυμβαλῖτις
κυμβαλοκρούστης
κύμβαλον
κυμβατευταί
κύμβαχος
κυμβεῖον
κύμβη1
κύμβη2
κυμβητιάω
κυμβίον
κύμβος
κυμερνήτης
View word page
κυμβαλοκρούστης
κυμβᾰλοκρούστης
,
ου
,
ὁ
,
A).
=
κυμβαλιστής
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κυμβαλοκρούστης
Headword (normalized):
κυμβαλοκρούστης
Headword (normalized/stripped):
κυμβαλοκρουστης
IDX:
60761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60762
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυμβᾰλοκρούστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κυμβαλιστής</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}