Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητέον
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσβητος
ἀμφίσγονοι
ἀμφισκέπαρνος
ἀμφίσκιος
ἀμφίσκω
ἀμφίσκωμοι
ἀμφισμίλη
ἀμφισπάω
ἀμφίσπορα
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστένω
ἀμφιστερῆ
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφιστεφής
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
View word page
ἀμφισμίλη
ἀμφι-σμίλη, , and ἀμφί-σμιλον, τό, prob. ff. ll. for -μηλον (q. v.), Gal. 2.574 , 581 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμφισμίλη
Headword (normalized):
ἀμφισμίλη
Headword (normalized/stripped):
αμφισμιλη
IDX:
6072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6073
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφι-σμίλη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, and <span class="orth greek">ἀμφί-σμιλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, prob. ff. ll. for <span class="foreign greek">-μηλον</span> (q. v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.574 </span>,<span class="bibl"> 581 </span>.</div><br><br>'}