Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κυλιχνίς
κυλίω
κύλλα
κυλλαίνω
κύλλαιος
κύλλαρος
κυλλᾶστις
κυλιχνῆστις
κυλλήβδην
Κυλλήνη
κύλλια
κυλλοποδίων
κυλλόπους
κυλλός
κυλλόω
κύλλωμα
κύλλωσις
Υλλύριοι
κυλοιδιάω
κύλον
κῦμα
View word page
κύλλια
κύλλια·
ὑπώπια μελανά
,
Hsch.
κύλλοβος
(
κόλλ
- cod.)
· ξηρὰ συκῆ
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κύλλια
Headword (normalized):
κύλλια
Headword (normalized/stripped):
κυλλια
IDX:
60722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60723
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κύλλια·</span> <span class="foreign greek">ὑπώπια μελανά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κύλλοβος</span> (<span class="foreign greek">κόλλ</span>- cod.)<span class="foreign greek">· ξηρὰ συκῆ</span>, Id.</div><br><br>'}