Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυλινδρώδης
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κυλίνθιον
κύλιξ
κυλιούχιον
κύλισις
κυλίσκη
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστήριον
κυλιστικός
κυλιστός
κυλίστρα
κυλίχνη
κυλιχνίς
κυλίω
κύλλα
κυλλαίνω
κύλλαιος
κύλλαρος
View word page
κυλιστήριον
κῠλ-ιστήριον, τό,
A). = κυλίστρα , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυλιστήριον
Headword (normalized):
κυλιστήριον
Headword (normalized/stripped):
κυλιστηριον
IDX:
60707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60708
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠλ-ιστήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κυλίστρα</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}