Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυλίνδριον
κυλινδρίσκος
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρώδης
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κυλίνθιον
κύλιξ
κυλιούχιον
κύλισις
κυλίσκη
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστήριον
κυλιστικός
κυλιστός
κυλίστρα
κυλίχνη
κυλιχνίς
View word page
κυλιούχιον
κυλιούχιον,
A). v. κυνούχιον . κυλίς, v. κύλα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυλιούχιον
Headword (normalized):
κυλιούχιον
Headword (normalized/stripped):
κυλιουχιον
IDX:
60702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60703
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυλιούχιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κυνούχιον</span> . <span class="orth greek">κυλίς</span>, v. <span class="ref greek">κύλα</span> .</div> </div><br><br>'}