Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυλίνδησις
κυλινδρικός
κυλίνδριον
κυλινδρίσκος
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρώδης
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κυλίνθιον
κύλιξ
κυλιούχιον
κύλισις
κυλίσκη
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστήριον
κυλιστικός
κυλιστός
κυλίστρα
View word page
κυλίνθιον
κυλίνθιον· προσωπεῖον ξύλινον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυλίνθιον
Headword (normalized):
κυλίνθιον
Headword (normalized/stripped):
κυλινθιον
IDX:
60700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60701
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυλίνθιον·</span> <span class="foreign greek">προσωπεῖον ξύλινον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}