Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυλινδαίνω
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κυλινδρικός
κυλίνδριον
κυλινδρίσκος
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρώδης
κυλινδρωτός
κυλίνδω
κυλίνθιον
κύλιξ
κυλιούχιον
κύλισις
κυλίσκη
κύλισμα
κυλισμός
κυλιστήριον
View word page
κυλινδρώδης
κῠλινδρ-ώδης, ες,
A). = κυλινδροειδής , ib. 8.5.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυλινδρώδης
Headword (normalized):
κυλινδρώδης
Headword (normalized/stripped):
κυλινδρωδης
IDX:
60697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠλινδρ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κυλινδροειδής</span> , ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:8:5:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:8:5:3/canonical-url/"> 8.5.3 </a>.</div> </div><br><br>'}