Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυλίδιον
κυλικεῖον
κυλίκειος
κυλικηγορέω
κυλικηγόρος
κυλικήρυτος
κυλίκιον
κυλικοφόρος
κυλικώδης
κυλινδαίνω
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κυλινδρικός
κυλίνδριον
κυλινδρίσκος
κυλινδροειδής
κύλινδρος
κυλινδρόω
κυλινδρώδης
κυλινδρωτός
View word page
κυλινδέω
κῠλινδ-έω,
A). v. κυλίνδω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυλινδέω
Headword (normalized):
κυλινδέω
Headword (normalized/stripped):
κυλινδεω
IDX:
60688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠλινδ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κυλίνδω</span> .</div> </div><br><br>'}