Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυκνίας
κυκνῖτις
κυκνόθρεπτος
κυκνοκάνθαρος
κυκνόμορφος
κυκνόπτερος
κύκνος
κύκνοψις
κυκύϊζα
κύλα
κυληβίς
κυλίδιον
κυλικεῖον
κυλίκειος
κυλικηγορέω
κυλικηγόρος
κυλικήρυτος
κυλίκιον
κυλικοφόρος
κυλικώδης
κυλινδαίνω
View word page
κυληβίς
κυληβίς· κολοβή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυληβίς
Headword (normalized):
κυληβίς
Headword (normalized/stripped):
κυληβις
IDX:
60677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυληβίς·</span> <span class="foreign greek">κολοβή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}