Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυκλοστρεφέομαι
κυκλοτερής
κυκλοτέρμων
κυκλοῦχος
κυκλοφορέομαι
κυκλοφορητικός
κυκλοφορία
κυκλοφορλκός
κυκλόω
κυκλώδης
κύκλωθεν
κύκλωμα
Κυκλώπειος
Κυκλωπία
Κυκλωπικῶς
κυκλώπιον
Κυκλώπιος
κύκλωσις
κυκλωτός
Κύκλωψ
κυκνάριον
View word page
κύκλωθεν
κύκλ-ωθεν, late form for κυκλόθεν (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κύκλωθεν
Headword (normalized):
κύκλωθεν
Headword (normalized/stripped):
κυκλωθεν
IDX:
60655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κύκλ-ωθεν</span>, late form for <span class="foreign greek">κυκλόθεν</span> (q.v.).</div><br><br>'}