Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Κυκλογάλων
Κυκλογραφέω
Κυκλογραφία
Κυκλογράφος
Κυκλοδίωκτος
Κυκλοειδής
Κυκλόεις
Κυκλοέλικτος
κυκλόθεν
κυκλόθι
κυκλομόλυβδος
κυκλοποιησάμενοι
κυκλοπορέω
κυκλοπορία
κυκλοπόρος
κύκλος
κυκλόσε
κυκλοσοβέω
κυκλοστρεφέομαι
κυκλοτερής
κυκλοτέρμων
View word page
κυκλομόλυβδος
κυκλο-μόλυβδος
,
ὁ
,
A).
round lead-pencil,
AP
6.63
(
Damoch.
).
ShortDef
round lead-pencil
Debugging
Headword:
κυκλομόλυβδος
Headword (normalized):
κυκλομόλυβδος
Headword (normalized/stripped):
κυκλομολυβδος
IDX:
60637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60638
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυκλο-μόλυβδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">round lead-pencil,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 6.63 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Damoch.</span></span>).</div> </div><br><br>'}