Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυκλικός
κυκλιοδιδάσκαλος
κύκλιος
κυκλίσκιον
κυκλίσκος
κυκλισκωτός
κυκλισμός
κυκλίστρια
Κυκλοβορέω
Κυκλοβόρος
Κυκλογάλων
Κυκλογραφέω
Κυκλογραφία
Κυκλογράφος
Κυκλοδίωκτος
Κυκλοειδής
Κυκλόεις
Κυκλοέλικτος
κυκλόθεν
κυκλόθι
κυκλομόλυβδος
View word page
Κυκλογάλων
Κυκλο-γάλων· γλίσχρων, σμικρολόγων, Hsch. (Fort. συλλογάδων.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κυκλογάλων
Headword (normalized):
κυκλογάλων
Headword (normalized/stripped):
κυκλογαλων
IDX:
60627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60628
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κυκλο-γάλων·</span> <span class="foreign greek">γλίσχρων, σμικρολόγων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">συλλογάδων</span>.)</div><br><br>'}