Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμφίρυτος
ἀμφιρῶτις
ἀμφίς
ἀμφισαλεύομαι
ἀμφίσβαινα
ἀμφισβασίη
ἀμφισβατέω
ἀμφίσβατος
ἀμφισβητέω
ἀμφισβήτημα
ἀμφισβητηματικός
ἀμφισβητήσιμος
ἀμφισβήτησις
ἀμφισβητητέον
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφίσβητος
ἀμφίσγονοι
ἀμφισκέπαρνος
ἀμφίσκιος
ἀμφίσκω
View word page
ἀμφισβητηματικός
ἀμφις-βητηματικός, , όν, = sq.; τὰ -κά Aps. p.236 H.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμφισβητηματικός
Headword (normalized):
ἀμφισβητηματικός
Headword (normalized/stripped):
αμφισβητηματικος
IDX:
6060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6061
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφις-βητηματικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq.; <span class="foreign greek">τὰ -κά</span> Aps.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg010:p.236" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg010:p.236/canonical-url/"> p.236 </a> H.</div><br><br>'}