Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κυβεών
κύβη
Κυβήβη
κύβηβος
κυβηλίζω
κυβηλικός
κύβηλις
Κυβηλίς
Κυβηλιστής
κύβηνα
κύβης
κυβιάριον
κυβίζω
κυβικός
κύβιον
κυβιοσάκτης
κυβισίς
κυβισμός
View word page
Κυβηλίς
Κῠβηλίς, ίδος, ,
A). v. Κυβέλη .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κυβηλίς
Headword (normalized):
κυβηλίς
Headword (normalized/stripped):
κυβηλις
IDX:
60509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κῠβηλίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Κυβέλη</span> .</div> </div><br><br>'}