Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυβεπίκυβος
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
κυβερνητέον
κυβερνητήρ
κυβερνητήριος
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβερνῆτις
κυβέρνιον
κυβερνισμός
κύβερνος
κυβέρτιον
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
κυβεύω
κυβεών
κύβη
View word page
κυβερνῆτις
κῠβερν-ῆτις, ιδος, fem. of κυβερνήτης, epith. of Isis, POxy. 1380.69 (ii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυβερνῆτις
Headword (normalized):
κυβερνῆτις
Headword (normalized/stripped):
κυβερνητις
IDX:
60493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60494
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠβερν-ῆτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, fem. of <span class="foreign greek">κυβερνήτης</span>, epith. of Isis, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1380.69 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}