Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κυβέλειον
κυβέλη
Κυβέλη
κυβεπίκυβος
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
κυβερνητέον
κυβερνητήρ
κυβερνητήριος
κυβερνήτης
κυβερνητικός
κυβερνῆτις
κυβέρνιον
κυβερνισμός
κύβερνος
κυβέρτιον
κυβευτήριον
κυβευτής
κυβευτικός
View word page
κυβερνητήριος
κῠβερν-ητήριος, α, ον,
A). = κυβερνητικός , Orac. ap. Plu. Sol. 14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυβερνητήριος
Headword (normalized):
κυβερνητήριος
Headword (normalized/stripped):
κυβερνητηριος
IDX:
60490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60491
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠβερν-ητήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κυβερνητικός</span> , Orac. ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sol.</span> 14 </a>.</div> </div><br><br>'}