Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυβάλης
κυβαλικός
κύβας
κύβδᾰ
κυβέβις
κύβεθρον
κυβεία
κυβείας
κυβεῖον
κύβειρος
Κυβέλειον
κυβέλη
Κυβέλη
κυβεπίκυβος
κυβερνάω
κυβερνήσια
κυβέρνησις
κυβερνήτειρα
κυβερνητέον
κυβερνητήρ
κυβερνητήριος
View word page
Κυβέλειον
Κυβέλειον, τό,
A). = ἴον , Ps.- Dsc. 4.121 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κυβέλειον
Headword (normalized):
κυβέλειον
Headword (normalized/stripped):
κυβελειον
IDX:
60480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60481
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κυβέλειον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἴον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.121 </span>.</div> </div><br><br>'}