Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυάνωσις
κύαρ
κυβάβδα
κυβάζω
κυβαία
κυβαΐζοντες
κυβάλης
κυβαλικός
κύβας
κύβδᾰ
κυβέβις
κύβεθρον
κυβεία
κυβείας
κυβεῖον
κύβειρος
Κυβέλειον
κυβέλη
Κυβέλη
κυβεπίκυβος
κυβερνάω
View word page
κυβέβις
κυβέβις,
A). v. κύβηβος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυβέβις
Headword (normalized):
κυβέβις
Headword (normalized/stripped):
κυβεβις
IDX:
60474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυβέβις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κύβηβος</span> .</div> </div><br><br>'}