Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυανόχρως
κυανόχρωτος
Κυανοψιών
κυανώπης
κυανωπός
κυάνωσις
κύαρ
κυβάβδα
κυβάζω
κυβαία
κυβαΐζοντες
κυβάλης
κυβαλικός
κύβας
κύβδᾰ
κυβέβις
κύβεθρον
κυβεία
κυβείας
κυβεῖον
κύβειρος
View word page
κυβαΐζοντες
κυβαΐζοντες· λάσωνες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυβαΐζοντες
Headword (normalized):
κυβαΐζοντες
Headword (normalized/stripped):
κυβαιζοντες
IDX:
60469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60470
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυβαΐζοντες·</span> <span class="foreign greek">λάσωνες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}