Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανοπρῴρειος
κυανοπρώειρα
κυανόπρῳρος
κυανόπτερος
κυανοπτέρυξ
κύανος
κυανόστολος
κυανοῦς
κυάνοφρυς
κυανοχαίτης
κυανόχροος
κυανόχρως
κυανόχρωτος
Κυανοψιών
κυανώπης
κυανωπός
κυάνωσις
κύαρ
View word page
κυανοῦς
κῠᾰνοῦς, , οῦν,
A). v. κυάνεος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυανοῦς
Headword (normalized):
κυανοῦς
Headword (normalized/stripped):
κυανους
IDX:
60455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠᾰνοῦς</span>, <span class="itype greek">ῆ</span>, <span class="itype greek">οῦν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κυάνεος</span> .</div> </div><br><br>'}