Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυαναυγής
κυαναῦλαξ
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
Κυανεψιών
κυανέω
κυανίζω
κυανῖτις
κυανοβενθής
κυανοβλέφαρος
κυανοειδής
κυάνοθριξ
κυανοκρήδεμνος
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
κυανοπλόκαμος
κυανόπλοκος
κυανοπρῴρειος
κυανοπρώειρα
κυανόπρῳρος
View word page
κυανοβλέφαρος
κῠᾰνο-βλέφᾰρος, ον,
A). dark-eyed, AP 5.60 ( Rufin.).


ShortDef

dark-eyed

Debugging

Headword:
κυανοβλέφαρος
Headword (normalized):
κυανοβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
κυανοβλεφαρος
IDX:
60440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠᾰνο-βλέφᾰρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dark-eyed,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 5.60 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rufin.</span></span>).</div> </div><br><br>'}