Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυαμωνίτης
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
κυαναυγέτις
κυαναυγής
κυαναῦλαξ
Κυάνεαι
κυανέμβολος
κυάνεος
Κυανεψιών
κυανέω
κυανίζω
κυανῖτις
κυανοβενθής
κυανοβλέφαρος
κυανοειδής
κυάνοθριξ
κυανοκρήδεμνος
κυανόπεζα
κυανόπεπλος
View word page
Κυανεψιών
Κυανεψιών
A). v. Κυανοψιών .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κυανεψιών
Headword (normalized):
κυανεψιών
Headword (normalized/stripped):
κυανεψιων
IDX:
60435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60436
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κυανεψιών</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Κυανοψιών</span> .</div> </div><br><br>'}