Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυαθώδης
κυαίνω
κυαμευτός
κυαμεύω
κυαμιαῖος
κυαμίας
κυαμίδες
κυαμίζω
κυάμινος
κυάμιον
κυαμιστός
κυαμῖτις
κυαμόβολος
κύαμος
κυαμοτρώξ
κυαμοφαγία
κυαμών
κυαμωνίτης
κυάναιγις
κυανάμπυξ
κυανανθής
View word page
κυαμιστός
κῠᾰμ-ιστός, , όν,
A). f.l. for κυαμευτός , Plu. 2.597a .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυαμιστός
Headword (normalized):
κυαμιστός
Headword (normalized/stripped):
κυαμιστος
IDX:
60418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠᾰμ-ιστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">κυαμευτός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.597a </span>.</div> </div><br><br>'}