Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτίτης
κτοίνα
κτοινάτης
κτόνος
κτυπέω
κτύπημα
κτυπητής
κτυπία
κτύπος
’κτώ
κτῶ
κυάθειον
κυαθιαῖος
κυαθίζω
κυάθιον
κυαθίσκος
κύαθος
κυαθότης
κυαθώδης
κυαίνω
κυαμευτός
View word page
κτῶ
κτῶ,
A). v. κτάομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτῶ
Headword (normalized):
κτῶ
Headword (normalized/stripped):
κτω
IDX:
60400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60401
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτῶ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κτάομαι</span> .</div> </div><br><br>'}