Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτίν
κτίννυμι
κτίς
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτιστήρ
κτίστης
κτιστός
κτίστρια
κτιστύς
κτίστωρ
κτίτερ
κτίτης
κτοίνα
κτοινάτης
κτόνος
κτυπέω
κτύπημα
κτυπητής
View word page
κτίστρια
κτίς-τρια, ας, , fem. of
A). κτίστης 1 , IGRom. 3.802 (Syllium).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτίστρια
Headword (normalized):
κτίστρια
Headword (normalized/stripped):
κτιστρια
IDX:
60386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτίς-τρια</span>, <span class="itype greek">ας</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">κτίστης</span> <span class="bibl"> 1 </span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.802 </span> (Syllium).</div> </div><br><br>'}