Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτιλίς
κτίλος
κτιλόω
κτίν
κτίννυμι
κτίς
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτιστήρ
κτίστης
κτιστός
κτίστρια
κτιστύς
κτίστωρ
View word page
κτίς
κτίς,
A). v. κτίδεος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτίς
Headword (normalized):
κτίς
Headword (normalized/stripped):
κτις
IDX:
60378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60379
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κτίδεος</span> .</div> </div><br><br>'}