κτίννυμι, collat. form of
κτείνω,
App. BC 1.71 (vv.ll.
κτεινύντες, κτειννύντες),
4.35 ;
κτιννύω,
Polyaen. 1.23 ,
25 ,
Plot. 3.2.15 :— Pass.,
A). κτιννύμενος App. BC 1.2 ;
κτιννύεσθαι J. AJ 18.8.3 :—more freq. in compd.
ἀποκτίννυμι (cf.
ἀποκτείνυμι), cf.
Phryn. PS p.51 B.;
κτεινύω and
ἀποκτιννύναι are correct acc. to Choerob.in
An.Ox. 2.233 .